Οι κινήσεις της Bundesbank να αναδείξουν τι πραγματικά ζητά το Βερολίνο για το μέλλον της Ευρωζώνης; Σε ποιον βαθμό συνδέεται η γερμανική πρόταση περί ελληνικού τάιμ-άουτ από το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα με την από καιρό απόφαση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της χώρας να συνεχίσει το πρόγραμμα επαναπατρισμού των γερμανικών αποθεμάτων χρυσού;
Τα ερωτήματα αυτά προκύπτουν, με αφορμή την κρίση στη σχέση της Ελλάδας με την Ευρωζώνη και την υλοποίηση παλιότερων συζητήσεων επί των προτάσεων Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και Καρλ Λάμερς για μια Ευρωζώνη δύο ταχυτήτων.
Πλησιάζοντας αυτά ερωτήματα, όσοι δεν πιστεύουν σε συμπτώσεις στο πεδίο των αγορών, αλλά, αντιθέτως, είναι της άποψης ότι "τίποτα δεν είναι τυχαίο" σε αυτές, ειδικά όταν πρόκειται για τέτοιου είδους κινήσεις εκ μέρους μεγάλων κεντρικών τραπεζών, θα πρέπει απαραιτήτως να εντάξουν στην ευρύτερη εικόνα όσο περισσότερα κομμάτια του "παζλ" γίνεται. Και γνωρίζοντας τα σχέδια περί "Ευρωζώνης δύο ταχυτήτων" που έχουν ακουστεί στο παρελθόν, τα κομμάτια αυτά, εν προκειμένω, δεν είναι άλλα από τις αντίστοιχες κινήσεις της Ολλανδίας και τα υπό εξέταση σχέδια της Φινλανδίας.
Όσον αφορά τον γερμανικό χρυσό, η απόφαση της Γερμανίας –που διαθέτει τα δεύτερα μεγαλύτερα αποθέματα χρυσού διεθνώς μετά τις ΗΠΑ– να ξεκινήσει πρόγραμμα επαναπατρισμού έγινε γνωστή τον Ιανουάριο του 2013. Ο αρχικός της σχεδιασμός ανέφερε ότι σταδιακά μέχρι το 2020 θα έφερνε εντός συνόρων το 50% των αποθεμάτων της, όταν το ποσοστό αυτό στα τέλη του 2012 ήταν μόλις 31%. Αυτό αντιστοιχεί σε μια μετακίνηση της τάξης των 674 τόνων, εκ των οποίων 300 θα μεταφερθούν από τη Νέα Υόρκη και 374 από το Παρίσι.
Φέτος τον Ιανουάριο, με επίσημη ανακοίνωσή της η Bundesbank επιβεβαίωσε ότι το πρόγραμμα επαναπατρισμού όχι μόνο συνεχίζεται, αλλά και ενισχύεται, με επαναπατρισμό μεγαλύτερων ποσοτήτων από αυτούς που προέβλεπε ο αρχικός σχεδιασμός.
Κινούμενη "διακριτικά", η Ολλανδία αιφνιδίασε τον Νοέμβριο του 2014, όταν ανακοίνωσε ότι είχε επαναπατρίσει 122,5 τόνους χρυσού από τη Νέα Υόρκη στο Άμστερνταμ. Η ποσότητα αυτή, που με τις τότε τιμές είχε αξία 5 δισ. δολαρίων, αντιστοιχούσε στο 20% των συνολικών αποθεμάτων χρυσού της χώρας, ανεβάζοντας σε μια νύχτα στο 31% το ποσοστό των αποθεμάτων που φυλάσσονται εντός συνόρων.
Η Φινλανδία, αν και δεν έχει ανακοινώσει επισήμως τις προθέσεις της, όλο και πιο συχνά το τελευταίο διάστημα φαίνεται να διερευνά το ενδεχόμενο επαναπατρισμού μέρους των δικών της αποθεμάτων, εκ των οποίων μόνο το 4% φυλάσσεται εντός συνόρων. Το μεγαλύτερο μέρος τους (51%) βρίσκεται στο Λονδίνο, το 20% στη Σουηδία, το 17% στις ΗΠΑ και το 7% στην Ελβετία. Και η αφορμή για την εκ νέου "πυροδότηση" σεναρίων ως προς τις προθέσεις της Φινλανδίας δεν είναι άλλη από τη στάση που κράτησε απέναντι στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στη γερμανική πρόταση περί τάιμ-άουτ της τελευταίας από το ευρώ.
Οι κινήσεις επαναπατρισμού των αποθεμάτων χρυσού στο παρελθόν έχουν σημαδέψει εξαιρετικά κρίσιμες στιγμές της οικονομικής και πολιτικής ιστορίας μεταπολεμικά. Η Γαλλία του Ντε Γκολ είχε προκαλέσει τη μεγαλύτερη "ρωγμή" στο μεταπολεμικό σύστημα σταθερής σχέσης χρυσού-δολαρίου όταν, στα τέλη της δεκαετίας του '60, είχε επιμείνει σε δύο στόχους, την επιστροφή των αποθεμάτων της από τις ΗΠΑ και την ανταλλαγή των δολαριακών αποθεμάτων της με χρυσό από τις ΗΠΑ. Η πίεση αυτή είχε τότε καταλήξει στην οριστική "ρήξη" του ισχυρότερου μεταπολεμικού θεμελίου ανοικοδόμησης της Ευρώπης, της σταθερής σχέσης χρυσού/δολαρίου. Όπως είναι γνωστό, τον Αύγουστο του 1971 ο Αμερικανός πρόεδρος, Ρίτσαρντ Νίξον, ανακοίνωσε το τέλος της νομισματικής βάσης της συμφωνίας του Μπρέτον Γούντς.
Πλησιάζοντας αυτά ερωτήματα, όσοι δεν πιστεύουν σε συμπτώσεις στο πεδίο των αγορών, αλλά, αντιθέτως, είναι της άποψης ότι "τίποτα δεν είναι τυχαίο" σε αυτές, ειδικά όταν πρόκειται για τέτοιου είδους κινήσεις εκ μέρους μεγάλων κεντρικών τραπεζών, θα πρέπει απαραιτήτως να εντάξουν στην ευρύτερη εικόνα όσο περισσότερα κομμάτια του "παζλ" γίνεται. Και γνωρίζοντας τα σχέδια περί "Ευρωζώνης δύο ταχυτήτων" που έχουν ακουστεί στο παρελθόν, τα κομμάτια αυτά, εν προκειμένω, δεν είναι άλλα από τις αντίστοιχες κινήσεις της Ολλανδίας και τα υπό εξέταση σχέδια της Φινλανδίας.
Όσον αφορά τον γερμανικό χρυσό, η απόφαση της Γερμανίας –που διαθέτει τα δεύτερα μεγαλύτερα αποθέματα χρυσού διεθνώς μετά τις ΗΠΑ– να ξεκινήσει πρόγραμμα επαναπατρισμού έγινε γνωστή τον Ιανουάριο του 2013. Ο αρχικός της σχεδιασμός ανέφερε ότι σταδιακά μέχρι το 2020 θα έφερνε εντός συνόρων το 50% των αποθεμάτων της, όταν το ποσοστό αυτό στα τέλη του 2012 ήταν μόλις 31%. Αυτό αντιστοιχεί σε μια μετακίνηση της τάξης των 674 τόνων, εκ των οποίων 300 θα μεταφερθούν από τη Νέα Υόρκη και 374 από το Παρίσι.
Φέτος τον Ιανουάριο, με επίσημη ανακοίνωσή της η Bundesbank επιβεβαίωσε ότι το πρόγραμμα επαναπατρισμού όχι μόνο συνεχίζεται, αλλά και ενισχύεται, με επαναπατρισμό μεγαλύτερων ποσοτήτων από αυτούς που προέβλεπε ο αρχικός σχεδιασμός.
Κινούμενη "διακριτικά", η Ολλανδία αιφνιδίασε τον Νοέμβριο του 2014, όταν ανακοίνωσε ότι είχε επαναπατρίσει 122,5 τόνους χρυσού από τη Νέα Υόρκη στο Άμστερνταμ. Η ποσότητα αυτή, που με τις τότε τιμές είχε αξία 5 δισ. δολαρίων, αντιστοιχούσε στο 20% των συνολικών αποθεμάτων χρυσού της χώρας, ανεβάζοντας σε μια νύχτα στο 31% το ποσοστό των αποθεμάτων που φυλάσσονται εντός συνόρων.
Η Φινλανδία, αν και δεν έχει ανακοινώσει επισήμως τις προθέσεις της, όλο και πιο συχνά το τελευταίο διάστημα φαίνεται να διερευνά το ενδεχόμενο επαναπατρισμού μέρους των δικών της αποθεμάτων, εκ των οποίων μόνο το 4% φυλάσσεται εντός συνόρων. Το μεγαλύτερο μέρος τους (51%) βρίσκεται στο Λονδίνο, το 20% στη Σουηδία, το 17% στις ΗΠΑ και το 7% στην Ελβετία. Και η αφορμή για την εκ νέου "πυροδότηση" σεναρίων ως προς τις προθέσεις της Φινλανδίας δεν είναι άλλη από τη στάση που κράτησε απέναντι στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στη γερμανική πρόταση περί τάιμ-άουτ της τελευταίας από το ευρώ.
Οι κινήσεις επαναπατρισμού των αποθεμάτων χρυσού στο παρελθόν έχουν σημαδέψει εξαιρετικά κρίσιμες στιγμές της οικονομικής και πολιτικής ιστορίας μεταπολεμικά. Η Γαλλία του Ντε Γκολ είχε προκαλέσει τη μεγαλύτερη "ρωγμή" στο μεταπολεμικό σύστημα σταθερής σχέσης χρυσού-δολαρίου όταν, στα τέλη της δεκαετίας του '60, είχε επιμείνει σε δύο στόχους, την επιστροφή των αποθεμάτων της από τις ΗΠΑ και την ανταλλαγή των δολαριακών αποθεμάτων της με χρυσό από τις ΗΠΑ. Η πίεση αυτή είχε τότε καταλήξει στην οριστική "ρήξη" του ισχυρότερου μεταπολεμικού θεμελίου ανοικοδόμησης της Ευρώπης, της σταθερής σχέσης χρυσού/δολαρίου. Όπως είναι γνωστό, τον Αύγουστο του 1971 ο Αμερικανός πρόεδρος, Ρίτσαρντ Νίξον, ανακοίνωσε το τέλος της νομισματικής βάσης της συμφωνίας του Μπρέτον Γούντς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου