Ανευ ουσίας χαρακτηρίζει ο Βρετανός ιστορικός Μάρτιν Μακόλεϊ την ανάπτυξη πυρηνικών οπλικών συστημάτων από τις ΗΠΑ στα σύνορα κρατών που συνορεύουν με τη Ρωσία, σε δηλώσεις του στο ρωσικό ειδησεογραφικό πρακτορείο RIA-Novosti.
Η πρωτοβουλία αυτή του Πενταγώνου κρίνεται έτσι αντιπαραγωγική και άσκοπη. Ο Μακόλεϊ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, ειδικός για θέματα Ανατολικής Ευρώπης, λέει ότι «η ανάπτυξη τέτοιων όπλων σε μικρές χώρες, όπως η Εσθονία, η Λεττονία και η Λιθουανία, τις καθιστά ευάλωτες, ενώ η στρατηγικά ορθή ανάπτυξή τους σε μεγάλα κράτη, που δεν συνορεύουν με τη Ρωσία, όπως η Γερμανία, είναι αδύνατη λόγω των αντιρρήσεων του Βερολίνου».
Η άρνηση της Γερμανίας ανάγεται στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, χρόνια κατά τα οποία οι Δυτικογερμανοί αντιστάθηκαν σθεναρά στην ανάπτυξη αμερικανικών βαλλιστικών πυραύλων στο έδαφος της χώρας τους. Τη στάση αυτή διατηρούν και σήμερα οι Γερμανοί, περιπλέκοντας τα πράγματα για την καγκελάριο Μέρκελ.
Συμβιβαστική λύση
Ο δρ Μακόλεϊ εκτιμά, ωστόσο, ότι η εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον παραμένει δυνατή, βασισμένη στο ιστορικό προηγούμενο της Συνθήκης για τα Πυρηνικά Οπλα Μέσου Βεληνεκούς στα τέλη της δεκαετίας του 1980. «Μία τέτοια προοπτική παραμένει, όμως, σχεδόν απίθανη για την ώρα», λέει ο δρ Μακόλεϊ.
Την ίδια στιγμή, η επιθυμία του ΝΑΤΟ να μετακινεί επιθετικά οπλικά συστήματα σε όλο το εύρος των εδαφών επιρροής του, μπορεί να εκληφθεί από τη Μόσχα ως προκλητική κίνηση, που χρήζει αποφασιστικής απάντησης. «Ο λόγος πίσω από τους 40 νέους βαλλιστικούς πυραύλους, που ανακοίνωσε ο πρόεδρος Πούτιν αυτή την εβδομάδα, είναι η αίσθησή του ότι το ΝΑΤΟ εξοπλίζεται και απειλεί συνειδητά τη ρωσική ασφάλεια», σύμφωνα με τον Μακόλεϊ.
Η νατοϊκή πολιτική στην Ευρώπη, εκτιμά η Μόσχα, διαμορφώνεται αυτή τη στιγμή από τα μικρότερα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, καθοδηγούμενα από τη γεωπολιτική τους ανασφάλεια, αντιμέτωπα με το ιστορικό φόβητρο της «ρωσικής αρκούδας». Οι μεγάλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, που έχουν ξεπεράσει τις ψυχροπολεμικές τους φοβίες και δεν φοβούνται πια τη Ρωσία, αναγκάζονται να σεβασθούν τις ανησυχίες των μικρότερών τους εταίρων στην Ανατολή.
Η στρατιωτική αυτή ενίσχυση του ΝΑΤΟ αποτελεί απόπειρα της Συμμαχίας να δώσει την εντύπωση στα μέλη της ότι παραμένει ενεργή και αξιόπιστη. «Την τελευταία δεκαετία, το ΝΑΤΟ αντιμετώπισε κύμα αμφισβήτησης σχετικά με την ίδια του την αξία και τη χρησιμότητα, θέτοντας εν αμφιβόλω την ύπαρξή του. Η Συμμαχία χρειάζεται εχθρό και σαφή αποστολή, στοιχεία που απέκτησε χάρη στη Ρωσία», λέει ο δρ Μακόλεϊ, που υπογραμμίζει ότι η ρωσική πολιτική απέναντι στην Ουκρανία δικαίωσε την ύπαρξη του ΝΑΤΟ και αύξησε την ανασφάλεια των μελών του στην Ανατολική Ευρώπη.
Το ΝΑΤΟ συνεχίζει, όμως, να βρίσκεται σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση εξαιτίας της δεινής οικονομικής θέσης στην οποία έχουν βρεθεί τα περισσότερα μέλη της Συμμαχίας.
Τα ελλείμματά τους δεν επιτρέπουν τη διατήρηση του ελάχιστου ποσοστού 2% επί του ΑΕΠ αμυντικών δαπανών, που απαιτεί από αυτά η Συμμαχία. Την ίδια στιγμή, η εξάρτηση των Ευρωπαίων εταίρων της Συμμαχίας από τις ΗΠΑ για την άμυνά τους, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί πολιτικά σε ένα ολοένα και πιο δύσπιστο και εσωστρεφές Κογκρέσο στην Ουάσιγκτον, ενώ ακόμη και ο Λευκός Οίκος -το παραδοσιακό στήριγμα κάθε γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ- εκτιμά πλέον ότι η Κίνα και ο Ειρηνικός Ωκεανός πρέπει να καταστούν οι πρωταρχικές και άμεσες αμυντικές προτεραιότητες της Ουάσιγκτον.
Η αποστολή αρμάτων μάχης βαρέος πυροβολικού και μαχητικών αεροσκαφών F-22 στις χώρες της Βαλτικής και στην Πολωνία θυμίζει την επικίνδυνη τακτική της «αρκουδοπαγίδας» του Ψυχρού Πολέμου, όταν ΗΠΑ και Βρετανία δοκίμαζαν τους χρόνους αντίδρασης της σοβιετικής αεράμυνας με τη χρήση νατοϊκών αναγνωριστικών, διακινδυνεύοντας το ξέσπασμα θερμοπυρηνικής αντιπαράθεσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου