Αυξητικούς ρυθμούς εμφάνισαν οι ελληνικές εξαγωγές κατά τα χρόνια των Προγραμμάτων Οικονομικής Προσαρμογής της χώρας, κυρίως προς τις περισσότερο αναπτυγμένες οικονομίες του κόσμου, σύμφωνα με ανάλυση του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΠΣΕ) και του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ), επί των στοιχείων εξαγωγών για την περίοδο 2010-2014.
Σημειώνεται, ωστόσο, πως προκύπτουν σημαντικές διαφοροποιήσεις στο εξαγωγικό πρότυπο της χώρας, τόσο ως προς τη γεωγραφική στόχευση, όσο και προς τη σύνθεση των εξαγόμενων προϊόντων.
Όπως ανέφερε η πρόεδρος του ΠΣΕ, Χριστίνα Σακελλαρίδη σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, «την επαύριο μίας ιστορικής ημέρας για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ελλάδα, καθίσταται σαφές ότι ο μόνος δρόμος για την έξοδο από την κρίση είναι η προώθηση μεταρρυθμίσεων για τον μετασχηματισμό του αναπτυξιακού προτύπου της χώρας, σε συνδυασμό με τη βελτιστοποίηση λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης. Πυρήνας αυτής της προσπάθειας θα πρέπει να είναι η υποστήριξη της εξωστρέφειας, με πλήρη αξιοποίηση των διαθέσιμων αναπτυξιακών εργαλείων, για την επιτάχυνση εγχώριων και προσέλκυση ξένων επενδύσεων».
Σύμφωνα με την κ. Σακελλαρίδη, η αρχή πρέπει να γίνει άμεσα με την επικείμενη νέα Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, και με τη μορφή διευκολύνσεων προς το εξωτερικό εμπόριο, ακόμη και στο ασφυκτικό περιβάλλον των κεφαλαιακών ελέγχων, στο πλαίσιο αυτόματων εγκρίσεων για εμπορικές συναλλαγές εξωστρεφών επιχειρήσεων με τους πελάτες τους στο εξωτερικό και το εσωτερικό της χώρας (προκαταβολές και εξοφλήσεις πρώτων υλών, συσκευασιών και προϊόντων μεταποίησης, ενέγγυες πιστώσεις, εξόφληση επιταγών, δαπάνες μεταφορών κ.α.).
«Η κίνηση αυτή, πέραν του ισχυρού συμβολισμού, θα έχει και ουσιαστικό αντίκτυπο στην “παγωμένη” σήμερα, πραγματική οικονομία της χώρας, σε μία ιδιαιτέρως κρίσιμη περίοδο για τη συνολική της ανασυγκρότηση», συμπλήρωσε η πρόεδρος του ΠΣΕ.
Τα στοιχεία της ανάλυσης του ΠΣΕ και του ΚΕΕΜ δείχνουν ότι το 2014 η συνολική αξία των ελληνικών εξαγωγών ανήλθε στα 26,9 δισ. ευρώ, έναντι των 20,67 δισ. ευρώ το 2010, σηματοδοτώντας μια αύξηση της τάξης του 30,14%. Ανάλογη εικόνα καταγράφεται και σε επίπεδο όγκου συνολικών εξαγωγών, ο οποίος αυξήθηκε κατά 30,33% το 2014, σε σχέση με το 2010.
Αν ωστόσο, εξαιρεθούν από τον υπολογισμό τα πετρελαιοειδή προϊόντα (ήτοι το 37% πλέον των συνολικών εξαγωγών) για την εξεταζόμενη 5ετία προκύπτει αύξηση 7,75% στην αξία εξαγωγών και 12,26% στον όγκο εξαγωγών.
Σημειώνεται ότι, μετά την καταγραφή ιστορικών υψηλών αξίας εξαγωγών το 2012, υπήρξε νέα προσαρμογή του εξαγωγικού προτύπου της χώρας, δεδομένων των συνθηκών αποεπένδυσης της οικονομίας, της έλλειψης ρευστότητας και της περιορισμένης εγχώριας ζήτησης, τόσο σε όρους εξαγόμενων προϊόντων, όσο και αγορών-στόχων.
Σύμφωνα με τον ΠΣΕ, τα στοιχεία αποδεικνύουν την ύπαρξη ισχυρών διακυμάνσεων ως προς την προσέγγιση νέων αγορών ειδικά σε Τρίτες Χώρες, σε σχέση με την εκάστοτε ισοτιμία του ευρώ, δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί διαχρονικά τη βασική χώρα υποδοχής ελληνικών προϊόντων, αν και οι εξαγωγές προς τις χώρες της Ευρωζώνης υπολείπονται σημαντικά των μέσων ρυθμών αύξησης της περασμένης 5ετίας.
Αξιοσημείωτο είναι και οι σημαντικά υψηλότεροι ρυθμοί αύξησης του όγκου εξαγωγών (+12,26%), έναντι της αξίας των εξαγωγών (+7,75%), όταν δεν προσμετρώνται τα πετρελαιοειδή, γεγονός που επιβεβαιώνει αφενός την επίδραση της ισοτιμίας του ευρώ και αφετέρου την επιθετική τιμολογιακή πολιτική που ακολούθησαν οι Έλληνες εξαγωγές στην εν λόγω 5ετία.
Παρ' όλα αυτά, οι χώρες της Μέσης Ανατολής και Β. Αφρικής αποτελούν σημαντική αγορά για τα ελληνικά προϊόντα, ενώ δυναμική αναπτύσσεται και στις χώρες του Περσικού Κόλπου. Παράλληλα, περιορισμένη παραμένει η διείσδυση των ελληνικών προϊόντων στις χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής, που θεωρείται από πολλούς οικονομολόγους ως η πιο δυναμικά αναπτυσσόμενη αγορά παγκοσμίως σε δημογραφικούς όρους, αλλά και της Λατινικής Αμερικής ή της Ωκεανίας, όπου και καταγράφηκαν αξιοσημείωτες αυξήσεις εξαγωγών το 2014.
Η εξέλιξη των μεριδίων επί των εξαγωγών ανά γεωγραφική περιοχή
Σημαντικά στοιχεία αναδεικνύονται όμως και από την ανάλυση των αντίστοιχων μεγεθών, με τη χρήση του κριτηρίου ομαδοποίησης των σημαντικότερων οικονομικών ενώσεων χωρών, ως αγορών για τα ελληνικά προϊόντα.
Στην περίπτωση αυτή, καλύτερες επιδόσεις εμφανίζουν ως προς τις συνολικές εξαγωγές οι πετρελαιοπαραγωγικές χώρες του ΟΠΕΚ (+48,4%) και ειδικά οι χώρες του Περσικού Κόλπου (+269,6%) και οι χώρες της Μαύρης Θάλασσας (+62,6%), χάρη κυρίως στην εκρηκτική άνοδο των πετρελαιοειδών.
Αν εξαιρεθούν τα καύσιμα, διαφαίνονται καλύτερες προοπτικές στις χώρες του ΟΟΣΑ (+9,35%), της NAFTA (+26,4%), του Περσικού Κόλπου (+46,7%) και της MERCOSUR (+144,56%), ειδικά λόγω των αυξημένων εξαγωγών κατά το 2014.
Ενδεικτικό είναι πάντως το γεγονός ότι οι χώρες της Ευρωζώνης που αποτελούν βασική αγορά για τα ελληνικά προϊόντα, υπολείπονται σημαντικά των συνολικών επιδόσεων, τόσο σε συνολική αξία εξαγωγών (+8,92% έναντι 30,14% του συνόλου), όσο και στις εξαγωγές εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών (+2,31% έναντι 7,75%).
Το αποτέλεσμα ήταν το μερίδιο της Ευρωζώνης στην απορρόφηση των ελληνικών εξαγόμενων προϊόντων να υποχωρήσει από το 37% το 2010, στο 31% το 2014. Αν εξαιρεθούν τα πετρελαιοειδή, το μερίδιο των χωρών της ζώνης του ευρώ, υποχώρησε από το 44% στο 41,7%, μέσα στην εξεταζόμενη 5ετία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου