Το παραλιακό θέρετρο της Γλυφάδας, σε απόσταση μισής ώρας από το κέντρο της Αθήνας, δεν φημίζεται μόνο για τα κομψά του καταστήματα και τα παραλιακά εστιατόρια. Είναι επίσης ο τόπος που επιλέγουν διάφοροι νεόπλουτοι Ρώσοι και Σέρβοι ως τόπο κατοικίας τους και κέντρο των οικονομικών τους επιχειρήσεων. Ένα τέτοιο πρόσωπο ήταν και ο Σέρβος πολυεκατομμυριούχος Βλαντιμίρ Μποκάν. Ο κ. Μποκάν ήρθε στην Ελλάδα το 1992 και στο χρόνο-ρεκόρ των δύο ετών του δόθηκε η ελληνική υπηκοότητα. Σύμφωνα με δημοσίευμα, που έκανε την εμφάνισή του το 1999 στη γαλλική εβδομαδιαία εφημερίδα “Courier International”, ο νεαρός Σέρβος είχε στρατολογηθεί από τις ελληνικές μυστικές υπηρεσίες για να «διακινεί λαθραία καύσιμα για λογαριασμό των κυβερνήσεων Μητσοτάκη και Μιλόσεβιτς». Σε αντάλλαγμα, σύμφωνα με το δημοσίευμα, η ελληνική κυβέρνηση του προσέφερε την ελληνική υπηκοότητα και έκανε τα στραβά μάτια για τις υπόλοιπες, λίαν κερδοφόρες δραστηριότητές του. Σε αυτές, εκτός από το λαθρεμπόριο πετρελαίου, συμπεριλαμβάνονταν και το λαθρεμπόριο τσιγάρων και όπλων. Το όνομα του κ. Μποκάν άρχισε να εμφανίζεται στα ελληνικά και διεθνή ΜΜΕ στα τέλη της δεκαετίας του 1990 σε σχέση με την υπέροχη έπαυλή του, που λεγόταν ότι ανήκε στην οικογένεια Μιλόσεβιτς. Ο υιός Μάρκο είχε μείνει σε αυτό το οίκημα πριν τρία χρόνια. Επιπλέον, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, οι τραπεζικοί λογαριασμοί του κ. Μποκάν σε ελληνικές και ξένες τράπεζες ανήκαν στην πράξη στο Σέρβο ηγέτη Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς.
Αφού προσπάθησα ανεπιτυχώς επί μερικούς μήνες να βρω τα ίχνη του Βλαντιμίρ Μποκάν, τελικά κατάφερα να έρθω σε επαφή μαζί του και να κανονίσω μία συνάντηση. Συναντηθήκαμε το βράδυ της Δευτέρας 2 Οκτωβρίου 2000 και πήγαμε στο γραφείο του στη Γλυφάδα. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, ο κ. Μποκάν μου είπε ότι αποκόμιζε μέχρι και 10.000 δολάρια την ημέρα από το σπάσιμο του διεθνούς οικονομικού εμπάργκο της Γιουγκοσλαβίας, καθώς και από το λαθρεμπόριο τσιγάρων και άλλων αγαθών στη δεκαετία του 1990. Είχε γίνει πολυεκατομμυριούχος.
Σύμφωνα με εκθέσεις της αστυνομίας, που εμφανίστηκαν μετά το θάνατό του, ο Μποκάν κατείχε ακίνητα και άλλα περιουσιακά στοιχεία στην Ελλάδα, αξίας πολλών δισεκατομμυρίων δραχμών. Είχε επίσης ναυτιλιακές εταιρείες καταχωρημένες στον Παναμά και την Κύπρο. «Επένδυε» τα κέρδη του στη Σερβία. Πριν αρκετά χρόνια αγόρασε από το κράτος ολόκληρη την αλυσίδα των περιπτέρων στο Βελιγράδι και στη βόρεια σερβική επαρχία της Βοϊβοντίνα. Ήταν επίσης ιδιοκτήτης μιας αλυσίδας καταστημάτων ρουχισμού και μιας κτηματομεσιτικής εταιρείας στο Βελιγράδι, καθώς και ενός ναυπηγείου στο λιμάνι του Δούναβη, Νόβι Σαντ, σημαντικού μεριδίου σε εργοστάσιο χημικών προϊόντων που παράγει λιπάσματα στη Σερβία και πολλών άλλων περιουσιακών στοιχείων.
Σε όλη τη διάρκεια της συνέντευξης, ο κ. Μποκάν προσπαθούσε να τονίσει ότι δεν είχε πλέον καμία σχέση με τον κ. Μιλόσεβιτς και ότι ανυπομονεί να αρχίσει μια νέα ζωή ως ευυπόληπτος επιχειρηματίας στη μετά τον Μιλόσεβιτς εποχή στη Σερβία. Είπε επίσης ότι ήταν σε στενή επαφή με ηγετικά στελέχη της αντιπολίτευσης, μεταξύ των οποίων με τον Βουκ Ντράσκοβιτς και τον Ζόραν Ντζίντζιτς. Στην πορεία της συνέντευξης (που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» την Παρασκευή 6 Οκτωβρίου), ο κ. Μποκάν αποκάλυψε ότι ήταν στενός φίλος του Σέρβου παραστρατιωτικού ηγέτη Ζέλικο Ραζνάτοβιτς, γνωστού επίσης ως «Αρκάν», που δολοφονήθηκε στο Βελιγράδι τον Ιανουάριο. Όπως μου είπε, τον Αρκάν σκότωσαν δυνάμεις που βρίσκονται κοντά στον Μιλόσεβιτς, επειδή είχε πλησιάσει τον Μίλο Τζουκάνοβιτς, το φιλοδυτικό πρόεδρο του Μαυροβουνίου. «Ο Αρκάν ήθελε να βγει από το παιχνίδι», μου είπε. «Ξεκινούσε μια νέα ζωή. Ίσως μάλιστα να σκεφτόταν να πάει στη Χάγη να καταθέσει», μου είπε ο κ. Μποκάν.
Όταν τον ρώτησα σχετικά με το λαθρεμπόριο πετρελαίου προς τη Σερβία, που διεξήγε κατά τη διάρκεια του εμπάργκο, παραδέχθηκε πρόθυμα το γεγονός. «Δεν το έκανα μόνο για τα χρήματα, αλλά και επειδή ήθελα να βοηθήσω τη χώρα μου», είπε. Αγόρασε ένα πλοίο το 1994, το οποίο χρησιμοποιούσε για να φορτώνει πετρέλαιο στην Ελλάδα και να το μεταφέρει στο Μπαρ του Μαυροβουνίου. Από εκεί, τα καύσιμα έβρισκαν το δρόμο τους για τη Σερβία. Οι ελληνικές αρχές ποτέ δεν τον ενόχλησαν. Αντιθέτως, προσπαθούσαν να τον βοηθήσουν με κάθε τρόπο. «Οι ελληνικές αρχές», είπε, «έκαναν ότι περνούσε από το χέρι τους για να διευκολύνουν την παραβίαση του εμπάργκο. Για παράδειγμα, ποτέ δεν ζήτησαν πιστοποιητικά τελικού προορισμού. Οι ελληνικές αρχές», πρόσθεσε, «πίστευαν ότι η επιβολή του εμπάργκο ήταν άδικη». Επιπλέον, όπως δήλωσε στη συνέντευξη, αγόραζε πετρέλαιο από το διυλιστήριο ιδιοκτησίας του ελληνικού κράτους.
Οι αποκαλύψεις του Μποκάν -τις οποίες καθόλου δεν αμφισβήτησαν οι ελληνικές αρχές μετά τη δημοσίευση της συνέντευξης- ήταν άκρως σημαντικές. Αν και τα δημοσιεύματα για την παραβίαση του εμπάργκο από Έλληνες επιχειρηματίες ήταν συνηθέστατα κατά τη δεκαετία του 1990, αυτή ήταν η πρώτη φορά που κάποιος κατηγόρησε ευθέως ένα μέλος του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για ενθάρρυνση της παραβίασης του εμπάργκο που είχε επιβάλει ο ΟΗΕ, μία πράξη που πιθανότατα βοήθησε να παραταθεί ο πόλεμος στη Βοσνία. Μετά το τέλος της συνέντευξης, αποφασίσαμε να ξανασυναντηθούμε. Είχε εδραιωθεί ένα πλαίσιο εμπιστοσύνης. Την επόμενη φορά η συζήτηση θα επικεντρωνόταν στους τρόπους που χρησιμοποιούσαν διάφοροι Έλληνες επιχειρηματίες και πολιτικοί για να βοηθήσουν το καθεστώς του Βελιγραδίου. Του τηλεφώνησα την επόμενη ημέρα -δυστυχώς, όχι από ασφαλή τηλεφωνική συσκευή- και κανονίσαμε να συναντηθούμε την επόμενη Τρίτη, 14 Οκτωβρίου. Όμως αυτό δεν έμελλε να συμβεί.
Τα ξημερώματα του Σαββάτου 7 Οκτωβρίου, πέντε ημέρες μετά τη συνέντευξη και δύο ημέρες πριν τη νέα συνάντηση που θα είχα μαζί του, δολοφονήθηκε έξω από το σπίτι του. Σύμφωνα με εκθέσεις της αστυνομίας, δύο οπλοφόροι, ο ένας οπλισμένος με ημιαυτόματο Καλάσνικοφ και ο άλλος με πιστόλι, φύτεψαν 10 σφαίρες στο κεφάλι και το στήθος του. Από την πρώτη στιγμή μετά τη δολοφονία του, οι ελληνικές αρχές προσπάθησαν να την εμφανίσουν ως φόνο «τύπου Μαφίας». Έτσι άρχισαν να εμφανίζονται στον ελληνικό Τύπο αναφορές, που διοχέτευσε προσεκτικά η ελληνική αστυνομία, σχετικές με τις παλιότερες εγκληματικές του δραστηριότητες, τον έκλυτο βίο του, ακόμα και τις ερωτικές του περιπετειούλες. Υπάρχουν ωστόσο δύο κεντρικά γεγονότα που αντιστρατεύονται μια τέτοια ερμηνεία.
Το πρώτο είναι το γεγονός ότι, σε όλη τη διάρκεια της επτάχρονης παραμονής του στην Ελλάδα, ο Βλαντιμίρ Μποκάν ενεργούσε εν γνώσει των ελληνικών αρχών. Τα επανειλημμένα διαβήματα Δυτικών υπηρεσιών ασφαλείας προς τις ελληνικές αρχές, που τους ζητούσαν αν βοηθήσουν να περικοπούν οι δραστηριότητες του κ. Μποκάν, δεν οδήγησαν πουθενά. Το δεύτερο γεγονός αφορά στην επιλογή του χρόνου της δολοφονίας, η οποία πραγματοποιήθηκε λίγες ημέρες αφότου ο κ. Μποκάν αποφάσισε να βγει στη δημοσιότητα και άρχισε να αποκαλύπτει την έκταση της στενής οικονομικής συνεργασίας που υπήρχε μεταξύ των ελληνικών αρχών και του καθεστώτος Μιλόσεβιτς. Όπως επισήμανα, επίσης, στην κατάθεσή μου προς τον αστυνομικό υπάλληλο που ερευνά το φόνο, η επιλογή του χρόνου της δολοφονίας καθιστά περισσότερο από βέβαιη τη σχέση της δολοφονίας με την απόφασή του να αρχίσει να αποκαλύπτει διάφορες πλευρές των δραστηριοτήτων του. Ούτε ο Μιλόσεβιτς, ούτε οι άνθρωποί του στην Ελλάδα μπορούσαν να χαίρονται με την ξαφνική μεταστροφή στην αφοσίωση του Μποκάν και με την απόφασή του να αποκαλύψει την πλήρη έκταση της οικονομικής συνεργασίας που υπήρχε μεταξύ Βελιγραδίου και Αθήνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου