Στα 25 δισ. ευρώ ανεβαίνει ο «λογαριασμός» για τις τράπεζες, από τα «κόκκινα» δάνεια.
Για δεύτερη φορά θα πληρώσουν οι φορολογούμενοι τις τράπεζες, καθώς η νέα ανακεφαλαιοποίηση έχει ιδιαίτερα μικρές πιθανότητες να καλυφθεί με κεφάλαια των ιδιωτών. Την ίδια ώρα, οι φόβοι για «κούρεμα» καταθέσεων επανέρχονται σε περίπτωση που το πολιτικό σύστημα δεν λειτουργήσει ταχύτατα έτσι ώστε να περάσουν τα νομοθετήματα για και να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες της ανακεφαλαιοποίησης έως το τέλος του τρέχοντος έτους.
Εφόσον κάτι πάει στραβά και η ανακεφαλαιοποίηση μετατεθεί για το 2016, η λύση της διάσωσης εκ των έσω (Bail-In), δηλαδή από τους μετόχους, τους ομολογιούχους και τέλος του καταθέτες, θα αναδειχθεί ως το πιο πιθανό σενάριο αφού από την 1/1/16 τίθεται σε ισχύ ο εν λόγω νόμος (bail-in) περί εκκαθάρισης τραπεζών, όταν αυτές κριθούν μη βιώσιμες.
Στην πρώτη ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, τον Μάιο του 2013, το σχέδιο της κυβέρνησης σε συνεργασία με την τρόικα και τις εποπτικές αρχές προέβλεπε τα κρατικά κεφάλαια που κατευθύνθηκαν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, να ανακτηθούν από το δημόσιο μέσω της πώλησης των συμμετοχών που είχε σε αυτές.
Από το σύνολο των κεφαλαίων που ξόδεψε το κράτος για τον τραπεζικό κλάδο, ύψους 40 δισ. ευρώ, τα περίπου 27 δισ. ευρώ αφορούσαν την ανακεφαλαιοποίηση των 4 συστημικών τραπεζών και τα υπόλοιπα 13 δισ. ευρώ κάλυψαν τις ανάγκες για την εκκαθάριση μικρότερων τραπεζών που απορρόφησαν οι συστημικές. Το σχέδιο επιστροφής των κρατικών κεφαλαίων από το δημόσιο προέβλεπε την ανάκτηση των 27 δισ. ευρώ, ενώ οι εποπτικές αρχές επεξεργάζονταν τρόπους να αυξήσουν το ποσό μέσω της αύξησης της αξίας των τραπεζών, ενώ παράλληλα θα είχε διαμορφωθεί ένα περιβάλλον ανάκαμψης της οικονομίας σε ένα πολιτικό σκηνικό χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Κατά την δεύτερη ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, τον Απρίλιο του 2014, η χώρα είχε ένα σταθερό βηματισμό προς τη δημοσιονομική προσαρμογή, με σχετική (για την Ελλάδα) πολιτική σταθερότητα. Έτσι, οι 4 συστημικές τράπεζες κατάφεραν να αντλήσουν από ιδιώτες επενδυτές, κυρίως ξένους, περί τα 8,5 δισ. ευρώ, απαλλάσσοντας το δημόσιο από νέο βάρος.
Όμως από τον Μάιο του 2014, μετά τις ευρωεκλογές και τον Αύγουστο του ίδιου έτους που διενεργήθηκε η αποτυχημένη έκδοση των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου το κλίμα άρχισε να γίνεται βαρύ. Η αβεβαιότητα στην ελληνική οικονομία και γενικότερα στο πολιτικοοικονομικό σύστημα είχε την κορύφωσή του το 5μηνο Φεβρουαρίου – Ιουνίου του τρέχοντος έτους, όπου επιβλήθηκε ο περιορισμός της κίνησης κεφαλαίων (capital control). Τα δυσμενή αποτελέσματα σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά ήταν έκδηλα και επιβάρυναν τις τράπεζες περαιτέρω.
Έτσι, οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες, οι διοικήσεις των οποίων είχαν την ελπίδα της ανάκαμψης της οικονομίας και επομένως της ανάκτησης μέρος των ζημιών που δημιουργούνταν και συνεχίζουν να δημιουργούνται από τα «κόκκινα» δάνεια, έφτασαν στο σημείο να χρειάζονται σημαντικά κεφάλαια για να παραμείνουν βιώσιμες. Η ανάγκη νέων κεφαλαίων ήταν «κοινό μυστικό», αλλά η καθυστέρηση της συμφωνίας και η διενέργεια των εκλογών ανέβαλε τις διαδικασίες, καθώς η Ευρώπη απαιτούσε ομαλότητα στη χώρα και σιγουριά για την πρόθεση της πολιτικής εξουσίας ότι η Ελλάδα θα παραμείνει στην Ευρώπη.
Το πρόβλημα έχει διογκωθεί και οι μετοχές των τραπεζών στο Χρηματιστήριο Αξιών (Χ.Α.), έχουν φτάσει στο ναδίρ. Το «σήμα» του ξεπουλήματος των ελληνικών τραπεζών στο Χ.Α. είναι σαφές από τους ξένους που ζητούν να μην κάνουν «φτερά» τα δισεκατομμύρια που έβαλαν στις δύο προηγούμενες κεφαλαιοποιήσεις. Ζητούν δηλαδή, να μην μειωθεί το ποσοστό συμμετοχής τους επί του συνόλου του μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας.
Γι' αυτό, οι εκπρόσωποι των ξένων κεφαλαίων (Funds) βρίσκονται ήδη στη χώρα μας και επισκέπτονται τις ελληνικές τράπεζες για να συζητήσουν πως μπορούν να διαφυλάξουν τη συμμετοχή τους, διεκδικώντας παράλληλα ένα μερίδιο της «πίτας» και στην επικείμενη ανακεφαλαιοποίηση. Ταυτόχρονα, εκπρόσωποι των ίδιων κεφαλαίων, ταξιδεύουν στην Φρανκφούρτη και τις Βρυξέλλες για να διεκδικήσουν από το κουαρτέτο των εταίρων και δανειστών της χώρας το ίδιο ακριβώς ζητούμενο. Οι δανειστές της χώρας πιέζουν από την άλλη πλευρά, να ανακεφαλαιοποιηθούν οι τράπεζες με το σύνολο του «πακέτου» των τραπεζών που προβλέπεται από το νέο δάνειο του τρίτου μνημονίου, ύψους 25 δις. ευρώ, καθώς εκτιμά ότι η αδυναμία των δανειοληπτών έχει δημιουργήσει περισσότερα μη εξυπηρετούμενα δάνεια από αυτά που παρουσιάζουν οι τράπεζες, κρύβοντας τις ζημιές μέσω των ρυθμίσεων.
Την ίδια ώρα, η ελληνική πλευρά ισχυρίζεται ότι οι ζημιές ανέρχονται σε 14 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι το υπέρογκο ποσό των 25 δις. ευρώ είναι απίθανο να καλυφθεί εξ' ολοκλήρου από ιδιώτες, ενώ παράλληλα, αν δεν δοθούν τα κίνητρα για τους ιδιώτες επενδυτές θα σηματοδοτήσει την πλήρη κρατικοποίηση των τραπεζών. Στην περίπτωση της πλήρους κρατικοποίησης των τραπεζών σε συνδυασμό με το «κακό» σενάριο της άντλησης και των 25 δισ. ευρώ από τα πιστωτικά ιδρύματα, θα σημαίνει ότι ο Έλληνας φορολογούμενο θα έχει χρεωθεί τα 65 δισ. ευρώ από το τραπεζικό σύστημα.
Γιατί όμως φτάσαμε ως εδώ; Η βαθιά ανάλυση του προβλήματος θα μπορούσε να συνοψιστεί στα εξής:
1. Η πρώτη και κύρια αιτία είναι το «κούρεμα» των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, τα οποία οι τράπεζες είχαν στα χαρτοφυλάκιά τους και όταν απομειώθηκαν δημιούργησαν υπέρογκες ζημιές στα πιστωτικά ιδρύματα.
2. Η πολιτικοοικονομική αβεβαιότητα αύξησε τα «κόκκινα» δάνεια και δημιούργησε «κόκκινα» δάνεια ακόμα και σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις που είχαν διαθέσιμο εισόδημα για την εξυπηρέτηση των δανείων τους, αλλά δεν πλήρωναν για να κρατήσουν τις καταθέσεις τους με γνώμονα το «άγνωστο».
3. Η παρατεταμένη ύφεση που δημιούργησε ρεκόρ ανεργίας, η μείωση μισθών, οι περικοπές συντάξεων, η αυξημένη φορολογία, κλπ, που προκάλεσε αδυναμία της εξυπηρέτησης των δανείων από νοικοκυριά δημιουργώντας νέα «κόκκινα» δάνεια. Επιπλέον, όσον αφορά στις επιχειρήσεις η μείωση της δραστηριότητας και του τζίρου τις επηρέασε δυσμενώς και επομένως αύξησε τα «κόκκινα» δάνεια της κατηγορίας.
Οι ζημιές που παρουσιάζει κάθε τράπεζα θα καθοριστούν στο τέλος Οκτωβρίου, περίοδος κατά την οποία θα ολοκληρωθούν οι «ασκήσεις αντοχής» (stress test) κάθε τράπεζας. Σημειώνεται ότι τα «κόκκινα» δάνεια δημιουργούν με τη σειρά τους την ανάγκη «εποπτικών κεφαλαίων» που είναι κεφάλαια του αποθεματικού και κεφάλαια που βάζουν οι μέτοχοι (κράτος ή ιδιώτες ή συνδυασμός των δύο), τα οποία δεν αποπληρώνονται ποτέ και μειώνονται ισόποσα με το ύψος των ζημιών της κάθε τράπεζας. Σημειώνεται ότι κάθε τράπεζα θα πρέπει να έχει μετοχικό κεφάλαιο ίσο ή μεγαλύτερο από το ποσό που αντιστοιχεί στο 9% του ενεργητικού της. Σε περίπτωση που τα κεφάλαια μιας τράπεζας αντιστοιχούν σε ποσό μικρότερο του 9% τότε θα πρέπει να συμπληρώσει το ποσό είτε με Αύξηση Μετοχικού Κεφαλαίου ή με bail-in.
4. Η ανικανότητα του πολιτικού συστήματος και της τρόικας να αντιμετωπίσουν με αποτελεσματικές και ριζικές λύσεις τα «κόκκινα» δάνεια, αντί να κρύβουν το πρόβλημα κάτω από το χαλί.
5.Οι νέες χαμηλότερες αποτιμήσεις των αξιών των ακινήτων που αναγκάζουν τις τράπεζες να εγγράψουν ζημίες στα χαρτοφυλάκια τους.
6.Η ολιγωρία των εποπτικών αρχών πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, όπου δεν ανάγκαζαν τις τράπεζες να εγγράψουν προβλέψεις (προληπτικές ζημίες) για να είναι οχυρωμένες σε ενδεχόμενη κρίση. Για παράδειγμα η εποπτική αρχή της Ισπανίας, επέβαλε αυτήν την τακτική.
7. Η 5μηνη περίοδος Φεβρουαρίου- Ιουνίου κατά την οποία ο βαθμός αβεβαιότητας αύξησε τις ζημίες και αναγκάζει τις τράπεζες να κάνουν ξανά ανακεφαλαιοποίηση για την άντληση υπέρογκων κεφαλαίων. Αλλά ακόμα και σε περίπτωση που προέβαιναν οι τράπεζες σε αυξήσεις κεφαλαίου, τα ποσά θα ήταν πολύ μικρότερα και οι ιδιώτες επενδυτές θα ανανέωναν το «στοίχημα» τους στην ελληνική οικονομία και τις τράπεζες, χωρίς να χρειαστούν κρατικά κεφάλαια. Σε περίπτωση ανάκαμψης της οικονομίας, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας θα μπορούσε να ανακτήσει σημαντικό ποσό κρατικών κεφαλαίων από την πώληση των συμμετοχών του στις τράπεζες. Έτσι, ο φορολογούμενος πολίτης θα δε θα χρεωνόταν αφού το ΤΧΣ θα έπαιρνε πίσω τα κεφάλαια που έβαλε στις τράπεζες.
8. Η επιβολή του περιορισμού κίνησης κεφαλαίων (Capital Control) η οποία επιδείνωσε περαιτέρω την δραστηριότητα των επιχειρήσεων και των εξαγωγικών, αλλά και των υπολοίπων λόγων του περιορισμού της αγοράς των πρώτων υλών, κλπ. To Capital Control επιδείνωσε και την κατάσταση των νοικοκυριών όσον αφορά την αποπληρωμή των δανείων τους και της εξυπηρέτησης των άλλων υποχρεώσεών τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου