Την Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου ε.έ., η ΑΘΜ, ο Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής, κ.κ.Θεόδωρος Β΄, συνοδευόμενος από τον Σεβ.Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε και Αγκόλας κ.Σεραφείμ και τον Σεβ.Μητροπολίτη Γουϊνέας κ.Γεώργιο, Εκπρόσωπο της ΑΘΜ στην Αθήνα, συναντήθηκε στο Βατικανό με τον Προκαθήμενο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας κ.Φραγκίσκο Α΄.
Προσφωνών τον Ρωμαιοκαθολικό Προκαθήμενο, ο Μακαριώτατος ανέφερε μεταξύ άλλων:
Οι δύο Εκκλησίες, η Αλεξανδρινή και η Ρωμαϊκή, ανήκουμε, ιστορικώς και παραδοσιακώς, στις αρχαίες Εκκλησίες. Ανήκουμε στις Εκκλησίες που, αμέσως μετά την Πεντηκοστή, συνέστησαν την αφετηρία της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Ανήκουμε στις Εκκλησίες που συνέπηξαν με τον λόγο, την διακονία και την μαρτυρική τελευτή τους ο Άγιος Απόστολος και Ευαγγελιστής Μάρκος και οι Άγιοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος.
Ενωμένοι κατά τους πρώτους δέκα και πλέον αιώνες, ζήσαμε όχι μόνο την κοινή αφετηρία, αλλά και την κοινή ιστορική πορεία και συναντηθήκαμε εν πνεύματι, αγαπώντας αλλήλους και ομολογώντας τον Κύριο μας. Στην αιώνια πόλη ο Άγιος Μέγας Αθανάσιος, Πατριάρχης Αλεξανδρείας, γνώρισε την αγάπη του αδελφού του Πάπα Ρώμης Ιουλίου Α΄ και ο Αλεξανδρείας Πέτρος Β΄ του Πάπα Δαμάσου. Σε ώρες κρίσιμες για την ενότητα της Εκκλησίας έμειναν κοντά σας και βρήκαν στον αγώνα για την προάσπιση της Αληθείας αδελφούς φύλακες και υπερασπιστές της Πίστεως και της Αγάπης.
Από αυτά τα σημεία συγκλίσεως της ιστορίας των Εκκλησιών μας, αντλούμε σήμερα δύναμη, ζωή και ελπίδα ώστε, διά της μαρτυρίας όσων μας ενώνουν και διά του διαλόγου, να συνεχίσουμε την πορεία στον δρόμο της αποκαταστάσεως της ενότητας των Χριστιανών, για την οποία ο Κύριος μας προσευχήθηκε την παραμονή του Πάθους Του. Ο Απόστολος Παύλος γράφει προς Ρωμαίους: “Προσλαμβάνεσθε αλλήλους, καθώς και ο Χριστός προσελάβετο υμάς εις δόξαν Θεού.” (Ρωμ. 15,7). Αυτό ακριβώς βιώνουμε τούτη την στιγμή, ως χρέος ιερό “επιποθίας του ελθείν” (Ρωμ. 15,22) προς αδελφόν “εν χαρά… διά θελήματος Θεού” (Ρωμ. 15,32).
Θεωρείστε την παρούσα κοινωνία ως σύμβολο ζωής στην πορεία για την ευστάθεια των αγίων Εκκλησιών και της ενώσεως των πάντων. Ως σύμβολο πίστεως στην ανάγκη διαφυλάξεως του ποιμνίου και καθοδηγήσεώς του σε “νόμους σωτηρίους… εν υπομονή πολλή” (Β΄ Κορ, 6,1-10). Ως σύμβολο του, τρεφομένου εκ της προσευχής και βιουμένου διά της αγάπης, κοινού αγώνα προασπίσεως του δικαιώματος κάθε ανθρώπου ελεύθερα να ορίζει και να νοηματοδοτεί τη ζωή του με αφετηρία την αναφορά του στον Θεό, ιδιαίτερα σήμερα που η ιδεολογική σκλήρυνση των ανθρώπων δημιουργεί σε Μέση Ανατολή και Αφρική ισχυρούς θύλακες αμφισβητήσεως του δικαιώματος αυτού και δηλητηριάσεως της ειρηνικής συνυπάρξεως των ανθρώπων.
Ως ποιμένες διάκονοι της αγάπης και της αληθείας, ας προσευχηθούμε διαπύρως οι δοκιμαζόμενοι αδελφοί μας σε αυτές τις εύφλεκτες περιοχές του πλανήτη μας να ενισχυθούν παρά Θεού ώστε “τη ελπίδι χαίροντες, τη θλίψει υπομένοντες, τη προσευχή προσκαρτερούντες” (Ρωμ, 12,12) να ειρηνεύουν μετά πάντων των ανθρώπων. Αμήν!
Στο επίκεντρο των συνομιλιών των δύο Προκαθημένων βρέθηκε η ανάγκη προστασίας του δικαιώματος στην ελεύθερη θρησκευτική έκφραση, το οποίο αμφισβητείται σε περιοχές της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής από την μισαλλοδοξία και τον φανατισμό. Ο Μακαριώτατος είχε την ευκαιρία να καταθέσει στο τραπέζι του διαλόγου την προσωπική του εμπειρία από την πολύχρονη διακονία του στο πνευματικό γεώργιο της αφρικανικής ηπείρου, αλλά και να μοιραστεί την ανησυχία του για τη χρήση της θρησκείας εκ μέρους ακραίων ομάδων ως προσχήματος για την διάπραξη ειδεχθών πράξεων βίας.
Και οι δύο ηγέτες συμφώνησαν στην ανάγκη αναλήψεως πρωτοβουλιών που θα προωθούν όχι μόνο την ειρηνική συνύπαρξη αλλά και την δημιουργική διάδραση μεταξύ ανθρώπων διαφορετικών θρησκευτικών αναφορών. Εντός αυτού του πλαισίου συμφώνησαν στην ανάγκη συνεχίσεως και εντάσεως του διαχριστιανικού διαλόγου προς σύμπηξη και εμπέδωση της χριστιανικής ενότητας μέσα από την διαφορετικότητα, ως προτύπωση της πανανθρώπινης ενότητας στη βάση ενός κοινού αξιακού συστήματος.
Μετά το πέρας των συνομιλιών ακολούθησε ανταλλαγή αναμνηστικών δώρων.
Προσφωνών τον Ρωμαιοκαθολικό Προκαθήμενο, ο Μακαριώτατος ανέφερε μεταξύ άλλων:
Οι δύο Εκκλησίες, η Αλεξανδρινή και η Ρωμαϊκή, ανήκουμε, ιστορικώς και παραδοσιακώς, στις αρχαίες Εκκλησίες. Ανήκουμε στις Εκκλησίες που, αμέσως μετά την Πεντηκοστή, συνέστησαν την αφετηρία της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Ανήκουμε στις Εκκλησίες που συνέπηξαν με τον λόγο, την διακονία και την μαρτυρική τελευτή τους ο Άγιος Απόστολος και Ευαγγελιστής Μάρκος και οι Άγιοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος.
Ενωμένοι κατά τους πρώτους δέκα και πλέον αιώνες, ζήσαμε όχι μόνο την κοινή αφετηρία, αλλά και την κοινή ιστορική πορεία και συναντηθήκαμε εν πνεύματι, αγαπώντας αλλήλους και ομολογώντας τον Κύριο μας. Στην αιώνια πόλη ο Άγιος Μέγας Αθανάσιος, Πατριάρχης Αλεξανδρείας, γνώρισε την αγάπη του αδελφού του Πάπα Ρώμης Ιουλίου Α΄ και ο Αλεξανδρείας Πέτρος Β΄ του Πάπα Δαμάσου. Σε ώρες κρίσιμες για την ενότητα της Εκκλησίας έμειναν κοντά σας και βρήκαν στον αγώνα για την προάσπιση της Αληθείας αδελφούς φύλακες και υπερασπιστές της Πίστεως και της Αγάπης.
Από αυτά τα σημεία συγκλίσεως της ιστορίας των Εκκλησιών μας, αντλούμε σήμερα δύναμη, ζωή και ελπίδα ώστε, διά της μαρτυρίας όσων μας ενώνουν και διά του διαλόγου, να συνεχίσουμε την πορεία στον δρόμο της αποκαταστάσεως της ενότητας των Χριστιανών, για την οποία ο Κύριος μας προσευχήθηκε την παραμονή του Πάθους Του. Ο Απόστολος Παύλος γράφει προς Ρωμαίους: “Προσλαμβάνεσθε αλλήλους, καθώς και ο Χριστός προσελάβετο υμάς εις δόξαν Θεού.” (Ρωμ. 15,7). Αυτό ακριβώς βιώνουμε τούτη την στιγμή, ως χρέος ιερό “επιποθίας του ελθείν” (Ρωμ. 15,22) προς αδελφόν “εν χαρά… διά θελήματος Θεού” (Ρωμ. 15,32).
Θεωρείστε την παρούσα κοινωνία ως σύμβολο ζωής στην πορεία για την ευστάθεια των αγίων Εκκλησιών και της ενώσεως των πάντων. Ως σύμβολο πίστεως στην ανάγκη διαφυλάξεως του ποιμνίου και καθοδηγήσεώς του σε “νόμους σωτηρίους… εν υπομονή πολλή” (Β΄ Κορ, 6,1-10). Ως σύμβολο του, τρεφομένου εκ της προσευχής και βιουμένου διά της αγάπης, κοινού αγώνα προασπίσεως του δικαιώματος κάθε ανθρώπου ελεύθερα να ορίζει και να νοηματοδοτεί τη ζωή του με αφετηρία την αναφορά του στον Θεό, ιδιαίτερα σήμερα που η ιδεολογική σκλήρυνση των ανθρώπων δημιουργεί σε Μέση Ανατολή και Αφρική ισχυρούς θύλακες αμφισβητήσεως του δικαιώματος αυτού και δηλητηριάσεως της ειρηνικής συνυπάρξεως των ανθρώπων.
Ως ποιμένες διάκονοι της αγάπης και της αληθείας, ας προσευχηθούμε διαπύρως οι δοκιμαζόμενοι αδελφοί μας σε αυτές τις εύφλεκτες περιοχές του πλανήτη μας να ενισχυθούν παρά Θεού ώστε “τη ελπίδι χαίροντες, τη θλίψει υπομένοντες, τη προσευχή προσκαρτερούντες” (Ρωμ, 12,12) να ειρηνεύουν μετά πάντων των ανθρώπων. Αμήν!
Στο επίκεντρο των συνομιλιών των δύο Προκαθημένων βρέθηκε η ανάγκη προστασίας του δικαιώματος στην ελεύθερη θρησκευτική έκφραση, το οποίο αμφισβητείται σε περιοχές της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής από την μισαλλοδοξία και τον φανατισμό. Ο Μακαριώτατος είχε την ευκαιρία να καταθέσει στο τραπέζι του διαλόγου την προσωπική του εμπειρία από την πολύχρονη διακονία του στο πνευματικό γεώργιο της αφρικανικής ηπείρου, αλλά και να μοιραστεί την ανησυχία του για τη χρήση της θρησκείας εκ μέρους ακραίων ομάδων ως προσχήματος για την διάπραξη ειδεχθών πράξεων βίας.
Μετά το πέρας των συνομιλιών ακολούθησε ανταλλαγή αναμνηστικών δώρων.