19.01.2012ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΔΡΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
Πολλά ακούγονται και γράφονται για την επιχειρηματική δράση στην Ελλάδα. Σχεδόν πάντοτε, με την εξαίρεση βέβαια αυτών που ακούγονται σε εκδηλώσεις επιχειρηματιών, τα σχόλια και οι τόνοι είναι αρνητικοί. Στην χώρα του κυρίαρχου, και συνάμα μισητού, κρατισμού κάθε αναφορά στην επιδίωξη του κέρδους λογίζεται σαν πράξη αντι-κοινωνική, αλαζονικά εγωιστική και περίπου καταδικαστέα. Η προσπάθεια λοιπόν να γραφεί ένα βιβλίο με θέμα το «επιχειρείν» και τα όσα θετικά επιφέρει στην χώρα και την κοινωνία αποτελεί άθλο. Σχεδόν Ηράκλειο. Το ακροατήριο είναι εξ’ αρχής αρνητικά διακείμενο. Ακόμα και οι ίδιοι οι επιχειρηματίες ποτέ σχεδόν δεν υποστηρίζουν την αποστολή και τον κοινωνικο-οικονομικό τους ρόλο. Τι λοιπόν μπορεί να κάνει ένας (η δύο στην συγκεκριμένη περίπτωση) συγγραφέας;
Η προσπάθεια όμως των Χρηστίδη – Παπανδρόπουλου είναι εντυπωσιακή. Αν η χώρα διέθετε στιβαρές και αποφασισμένες πολιτικές ηγεσίες που θα στόχευαν με πίστη στις μεταρρυθμίσεις και στην αλλαγή χαρακτήρα και κατεύθυνσης της κοινωνίας μας θα το μοίραζαν στα σχολεία. Εδώ όμως αμφιβάλω αν ακόμη και ο ΣΕΒ θα τολμούσε να το συστήσει στα μέλη του. Μόλις πρόσφατα βρέθηκα σε κάποια τηλεοπτική συζήτηση κι’ έκπληκτος άκουσα ένα καλεσμένο (πετυχημένο κατά τους παρουσιαστές) επιχειρηματία να υπεραμύνεται των παροχών που μοιράζει η επιχείρησή του – ενώ κατηγορούσε την κυβέρνηση, όχι για τους φόρους η για τις γραφειοκρατικές διαστρεβλώσεις της αγοράς, αλλά για την έλλειψη οικονομικών κινήτρων. Επειδή δηλ. δεν του μοίραζε λεφτά!! Και μετά, για την έλλειψη ανταγωνιστικότητας αναζητούμε σαν υπεύθυνες τις υψηλές, υποτίθεται, αμοιβές.
Στο κείμενό τους οι συγγραφείς βάζουν συχνά το χέρι πάνω στις πραγματικές πληγές του ελληνικού επιχειρηματικού τοπίου. Με θάρρος και διεισδυτικότητα εξηγούν τις δυσχέρειες της επιχειρηματικής δράσης στην Ελλάδα. Οπου το σύστημα κάνει ότι είναι δυνατόν για να καταπνίξει κάθε καινούργια πρωτοβουλία, κάθε καινοτομία κάθε ενθουσιώδες ξεκίνημα. Από νομοθετικά πλαίσια που προστατεύουν την κάθε κατεστημένη επιχειρηματική μονάδα από τον ανταγωνισμό (ενάντια στον υποτιθέμενο «αθέμιτο ανταγωνισμό») μέχρι τις λυσσώδεις κρατικές προσπάθειες να κρατήσουν στη ζωή – με την βοήθεια ενός κρατικοδίαιτου συνδικαλιστικού κινήματος – επιχειρήσειε που παράγουν προιόντα που δεν επιθυμεί πλέον η αγορά και που αναπόφευκτα θα πρέπει να χρεοκοπήσουν και να κλείσουν. Το ελληνικό σύστημα όσο κάνει σχεδόν απαγορευτική (μέσω φόρων και γραφειοκρατίας) την είσοδο νέων μονάδων στην αγορά εξ’ ίσου και την έξοδό από αυτήν. Ουσιαστικά απαγορεύουν (τουλάχιστον απαγόρευαν όσο διαρκούσε η περίοδος της ευημερίας των δανεικών) την χρεοκοπία. Το κράτος φορτώνει στην πλάτη των φορολογουμένων τις αποτυχημένες προσπάθειες εταιριών να επιβιώσουν με την αιτιολογία της διάσωσης θέσεων εργασίας. Αυτό που κανείς δεν ομολογεί είναι πως τέτοια μέτρα δεν συνιστούν πολιτική απασχόλησης αλλά πολιτικές κοινωνικής προστασίας. Που όμως κανείς δεν τολμά να αποκαλέσει έτσι. Και φορτώνει την χώρα με δημόσια ελλείμματα που όμως δεν καταγράφονται σαν κοινωνικές δαπάνες.
Θυμάμαι πως όταν ήταν πλέον αναπόφευκτο πως θα έκλειναν τα μεταλλεία του Σκαλιστήρη στην Εύβοια, τα συνδικάτα μας πλησίασαν επιμένοντας πως με «λίγα» χρήματα (1,5 περίπου δις δρχ τότε) θα μπορούσε η επιχείρηση να ορθοποδήσει και να έχει και κέρδη. Στην παρατήρησή μου πως τότε θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα των αποζημιώσεών τους (6 δις περίπου) και να έπαιρναν στα χέρια τους την επιχείρηση δίχως βάρη (ήταν τότε ενταγμένη στον δημόσιο ΟΑΕ) και να την τρέξουν μόνοι τους, μου έδωσαν με δέος την εξής απάντηση :«Και να ρισκάρουμε τα δικά μας χρήματα;»
Ένα άλλο βέβαια αρνητικό ζήτημα στην Ελλάδα ήταν και ο τρόπος λειτουργίας του Τραπεζικού συστήματος. Που ήταν καθαρά υποχείριο των κομμάτων και της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας. Τα δάνεια λοιπόν διοχετεύονταν με βάση κριτήρια πολιτικής υποστήριξης και διεκπεραίωσης εξυπηρετήσεων και ρουσφετιών. Υποτίθεται πως από όλα αυτά είχαμε πλέον ξεφύγει. Τελευταία όμως γεγονότα και διαπιστώσεις δείχνουν πως δεν είναι ακριβώς έτσι. Πως είναι δυνατόν να «ενημερώνεται» το Πρωθυπουργικό γραφείο για δάνεια σε εφημερίδες, άλλα έντυπα να ασκούν πολιτική κριτική διότι δεν εξασφαλίζουν ευνοικές δανειοδοτήσεις και άλλοι να ενισχύονται πάνω και πέραν από κάθε λογική οικονομικής δραστηριότητας. Δεν εντυπωσιάζει έτσι βέβαια η επιμονή κάποιων η χώρα να βγεί από το ευρώ. Ώστε και πάλι οι πολιτικές ηγεσίες να αποφασίζουν για τραπεζικά δάνεια και επιχορηγήσεις κατά το δοκούν…
Αυτό που είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον στην συγγραφική αυτή προσπάθεια είναι η διάθεση των δημιουργών να μην χαιδέψουν αυτιά και να αποκαλέσουν τα πράγματα με το όνομά τους. Καταγγέλεται έτσι η πλειονότητα των ελλήνων επιχειρηματιών πως αδιαφορούν για την συγγκρότηση ενός κορμού αστικών αξιών αλλά και για την δραστηριοποίησή τους στην κοινωνία ώστε η επιχειρηματική δράση να αποκτήσει το κύρος και την κοινωνική αναγνώριση που της αξίζει. Δεν μάχονται οι έλληνες επιχειρηματίες πολιτικά, πέραν των ατομικών τους διασυνδέσεων με κόμματα και πολιτικούς, και αδιαφορύν για την ιδεολογική δράση. Γίνονται έτσι θύματα των αριστερών αντιλήψεων που κυριαρχούν στην κοινωνία. Και συχνά συμβάλλουν και οι ίδιοι στην αποδόμηση της εικόνας και της αξιοπιστίας τους. Τα ΜΜΕ, που αποτελούν τα ισχυρότερα από αυτά ιδιωτικές επιχειρηματικές μονάδες, αποτελούν το ισχυρότερο εργαλείο υπονόμευσης της επιχειρηματικής δράσης. Εχουν τόσο επικρατήσει στην κουλτούρα της κοινωνίας οι ιδέες που πρπαγανδίζει η Αριστερά ώστε ακόμη και η λέξη κερδοσκοπία – που σημαίνει απλά επιδίωξη κέρδους – να είναι ταυτόσημη με κάτι παράνομο η αξιόποινο. Ακόμη και Υπουργοί Εμπορίου η και ηγέτες κομμάτων συντηρητικών η φιλελεύθερων καταγγέλουν γεγονότα «κερδοσκοπίας»(!!) στην αγορά. Οι επιχειρηματίες – εκδότες η ιδιοκτήτες των μεγάλων ΜΜΕ, ενθαρρύνοντας την κουλτούρα της γκρίνιας, της κακομοιριάς και της αντι-καπιταλιστικής καταγγελίας, θυμίζουν κάποιον που πυροβολεί το πόδι του και μετά γκρινιάζει γιατί είναι υποχρεωμένος να κουτσαίνει.
ΣΕ ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον τελευταίο της βιβλίο η Deirdre N Mccloskey (Bourgeois Dignity: Why Economics Can‘t Explain the Modern World, 2011) επισημαίνει την σημασία που έχει η αποδοχή των αξιών και των αντιλήψεων μιάς κοινωνικής ομάδας για να αρχίσει να μεγαλουργεί μέσα στο σύνολο στο οποίο βρίσκεται. Η βιομηχανική επανάσταση, σημειώνει η συγγραφέας, ξέσπασε ακριβώς στις κοινωνίες εκείνες που το κύρος και η αποδοχή/αναγνώριση της εμπορικής τάξης είχε αρχίσει να καθιερώνεται και η επιχειρηματική δράση να αποτελεί σημείοι αναφοράς για την συνολική δραστηριότητα αλλά και για τα επιτεύγματα μιάς χώρας. Ο θαυμασμός και η αποδοχή του επιχειρηματία κίνησε πολλούς να δραστηριοποιούντια εμπορικά και να βάζουν τις δεξιότητές τους στην υπηρεσία της αγοράς. Ετσι έρχεται η ανάπτυξη και ξεφεύγει μιά χώρα από την μιζέρεια των κοινωνικών και, κυρίως, οικονομικών αδιεξόδων.
Αλλά και τα κλασσικά πλέον βιβλία της Αυν Ράντ (Atlas Shrugged και The Virtue of Selfishness) αποδεικνύουν πως αυτό που κινεί την πρόοδο και οδηγεί μιά χώρα σε αξιοζήλευτα επίπεδα οικονομικών αλλά και τεχνολογικών επιτευγμάτων δεν είναι η συλλογική δράση και η κρατική καθοδήγηση. Είναι ακριβώς ο ατομικός εγωισμός, μαζί και με την ανεμπόδιστη επιχειρηματική δράση, που γκρεμίζει τα εμπόδια των όποιων αδιεξόδων και μέσα από την απελυθερωμένη δημιουργικότητα γεμίζει τον κόσμο αισιοδοξία και πάθος για νέα μελλοντικά μεγάλα βήματα. Η ηθική ανωγτερότητα της ελεύθερης επιχειρηματικής δράσης δεν μπορείι από κανέναν πλέον σήμερα ουσιαστικά να αμφισβητηθεί.
Ο Θαν. Παπανδρόπουλος, στο προλογικό του σημείωμα, θυμίζει την παρατήρηση του Πολωνού φιλόσοφου Λέστσεκ Κολακόφσκι πως «όπου δεν υπάρχει ελεύθερη επιχείρηση είναι αδύνατη η δημοκρατία». Κι έρχεται στο μυαλό μου η συνάφεια πολιτικών από σοσιαλιστές και φασίστες που στόχο είχαν να φιμώσουν την ελεύθερη επιχειρηματική δράση. Θυμηθείτε πόσο έμοιαζαν τα περίφημα «Εποπτικά Συμβούλια» που είχε θεσμοθετήσει για τις ελληνικές εταιρίες το Πασόκ το 1983, με την «Καθοδηγούμενη Επιχείρηση» (Wirtschaftslengung) που είχε εισάγει στην Ναζιστική Γερμανία ο στενός συνεργάτης του Χίτλερ, Αλφρεντ Σπέερ. Αλλά και το περίφημο Instituto Della Reconstruzione Industriale (IRI) που ίδρυσε ο Μουσολίνι με επικεφαλής τον Μπένι, για τον συντονισμό και έλεγχο των τότε Ιταλικών προβληματικών επιχειρήσεων, με τον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ) των δικών μας πρώιμων σοσιαλιστών, των αρχών της δεκαετίας του ’80…
Το συμπέρασμα είναι πως πρόκειται για μιά δουλειά εντυπωσιακή, και για τον όγκο της αλλά και για την διαύγεια και ορθολογικότητα των επιχειρημάτων της. Ελπίζω να ανοίξει τον δρόμο και για άλλες μελέτες πάνω στην ελεύθερη επιχειρηματική δράση. Ας αποδείξουμε επι τέλους πως δεν είναι πιά όλοι όσοι λογίζονται και γράφουν πρώην, νύν η αντεπιστέλλοντα μέλη της ΚΝΕ…
Πολλά ακούγονται και γράφονται για την επιχειρηματική δράση στην Ελλάδα. Σχεδόν πάντοτε, με την εξαίρεση βέβαια αυτών που ακούγονται σε εκδηλώσεις επιχειρηματιών, τα σχόλια και οι τόνοι είναι αρνητικοί. Στην χώρα του κυρίαρχου, και συνάμα μισητού, κρατισμού κάθε αναφορά στην επιδίωξη του κέρδους λογίζεται σαν πράξη αντι-κοινωνική, αλαζονικά εγωιστική και περίπου καταδικαστέα. Η προσπάθεια λοιπόν να γραφεί ένα βιβλίο με θέμα το «επιχειρείν» και τα όσα θετικά επιφέρει στην χώρα και την κοινωνία αποτελεί άθλο. Σχεδόν Ηράκλειο. Το ακροατήριο είναι εξ’ αρχής αρνητικά διακείμενο. Ακόμα και οι ίδιοι οι επιχειρηματίες ποτέ σχεδόν δεν υποστηρίζουν την αποστολή και τον κοινωνικο-οικονομικό τους ρόλο. Τι λοιπόν μπορεί να κάνει ένας (η δύο στην συγκεκριμένη περίπτωση) συγγραφέας;
Η προσπάθεια όμως των Χρηστίδη – Παπανδρόπουλου είναι εντυπωσιακή. Αν η χώρα διέθετε στιβαρές και αποφασισμένες πολιτικές ηγεσίες που θα στόχευαν με πίστη στις μεταρρυθμίσεις και στην αλλαγή χαρακτήρα και κατεύθυνσης της κοινωνίας μας θα το μοίραζαν στα σχολεία. Εδώ όμως αμφιβάλω αν ακόμη και ο ΣΕΒ θα τολμούσε να το συστήσει στα μέλη του. Μόλις πρόσφατα βρέθηκα σε κάποια τηλεοπτική συζήτηση κι’ έκπληκτος άκουσα ένα καλεσμένο (πετυχημένο κατά τους παρουσιαστές) επιχειρηματία να υπεραμύνεται των παροχών που μοιράζει η επιχείρησή του – ενώ κατηγορούσε την κυβέρνηση, όχι για τους φόρους η για τις γραφειοκρατικές διαστρεβλώσεις της αγοράς, αλλά για την έλλειψη οικονομικών κινήτρων. Επειδή δηλ. δεν του μοίραζε λεφτά!! Και μετά, για την έλλειψη ανταγωνιστικότητας αναζητούμε σαν υπεύθυνες τις υψηλές, υποτίθεται, αμοιβές.
Στο κείμενό τους οι συγγραφείς βάζουν συχνά το χέρι πάνω στις πραγματικές πληγές του ελληνικού επιχειρηματικού τοπίου. Με θάρρος και διεισδυτικότητα εξηγούν τις δυσχέρειες της επιχειρηματικής δράσης στην Ελλάδα. Οπου το σύστημα κάνει ότι είναι δυνατόν για να καταπνίξει κάθε καινούργια πρωτοβουλία, κάθε καινοτομία κάθε ενθουσιώδες ξεκίνημα. Από νομοθετικά πλαίσια που προστατεύουν την κάθε κατεστημένη επιχειρηματική μονάδα από τον ανταγωνισμό (ενάντια στον υποτιθέμενο «αθέμιτο ανταγωνισμό») μέχρι τις λυσσώδεις κρατικές προσπάθειες να κρατήσουν στη ζωή – με την βοήθεια ενός κρατικοδίαιτου συνδικαλιστικού κινήματος – επιχειρήσειε που παράγουν προιόντα που δεν επιθυμεί πλέον η αγορά και που αναπόφευκτα θα πρέπει να χρεοκοπήσουν και να κλείσουν. Το ελληνικό σύστημα όσο κάνει σχεδόν απαγορευτική (μέσω φόρων και γραφειοκρατίας) την είσοδο νέων μονάδων στην αγορά εξ’ ίσου και την έξοδό από αυτήν. Ουσιαστικά απαγορεύουν (τουλάχιστον απαγόρευαν όσο διαρκούσε η περίοδος της ευημερίας των δανεικών) την χρεοκοπία. Το κράτος φορτώνει στην πλάτη των φορολογουμένων τις αποτυχημένες προσπάθειες εταιριών να επιβιώσουν με την αιτιολογία της διάσωσης θέσεων εργασίας. Αυτό που κανείς δεν ομολογεί είναι πως τέτοια μέτρα δεν συνιστούν πολιτική απασχόλησης αλλά πολιτικές κοινωνικής προστασίας. Που όμως κανείς δεν τολμά να αποκαλέσει έτσι. Και φορτώνει την χώρα με δημόσια ελλείμματα που όμως δεν καταγράφονται σαν κοινωνικές δαπάνες.
Θυμάμαι πως όταν ήταν πλέον αναπόφευκτο πως θα έκλειναν τα μεταλλεία του Σκαλιστήρη στην Εύβοια, τα συνδικάτα μας πλησίασαν επιμένοντας πως με «λίγα» χρήματα (1,5 περίπου δις δρχ τότε) θα μπορούσε η επιχείρηση να ορθοποδήσει και να έχει και κέρδη. Στην παρατήρησή μου πως τότε θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα των αποζημιώσεών τους (6 δις περίπου) και να έπαιρναν στα χέρια τους την επιχείρηση δίχως βάρη (ήταν τότε ενταγμένη στον δημόσιο ΟΑΕ) και να την τρέξουν μόνοι τους, μου έδωσαν με δέος την εξής απάντηση :«Και να ρισκάρουμε τα δικά μας χρήματα;»
Ένα άλλο βέβαια αρνητικό ζήτημα στην Ελλάδα ήταν και ο τρόπος λειτουργίας του Τραπεζικού συστήματος. Που ήταν καθαρά υποχείριο των κομμάτων και της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας. Τα δάνεια λοιπόν διοχετεύονταν με βάση κριτήρια πολιτικής υποστήριξης και διεκπεραίωσης εξυπηρετήσεων και ρουσφετιών. Υποτίθεται πως από όλα αυτά είχαμε πλέον ξεφύγει. Τελευταία όμως γεγονότα και διαπιστώσεις δείχνουν πως δεν είναι ακριβώς έτσι. Πως είναι δυνατόν να «ενημερώνεται» το Πρωθυπουργικό γραφείο για δάνεια σε εφημερίδες, άλλα έντυπα να ασκούν πολιτική κριτική διότι δεν εξασφαλίζουν ευνοικές δανειοδοτήσεις και άλλοι να ενισχύονται πάνω και πέραν από κάθε λογική οικονομικής δραστηριότητας. Δεν εντυπωσιάζει έτσι βέβαια η επιμονή κάποιων η χώρα να βγεί από το ευρώ. Ώστε και πάλι οι πολιτικές ηγεσίες να αποφασίζουν για τραπεζικά δάνεια και επιχορηγήσεις κατά το δοκούν…
Αυτό που είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον στην συγγραφική αυτή προσπάθεια είναι η διάθεση των δημιουργών να μην χαιδέψουν αυτιά και να αποκαλέσουν τα πράγματα με το όνομά τους. Καταγγέλεται έτσι η πλειονότητα των ελλήνων επιχειρηματιών πως αδιαφορούν για την συγγκρότηση ενός κορμού αστικών αξιών αλλά και για την δραστηριοποίησή τους στην κοινωνία ώστε η επιχειρηματική δράση να αποκτήσει το κύρος και την κοινωνική αναγνώριση που της αξίζει. Δεν μάχονται οι έλληνες επιχειρηματίες πολιτικά, πέραν των ατομικών τους διασυνδέσεων με κόμματα και πολιτικούς, και αδιαφορύν για την ιδεολογική δράση. Γίνονται έτσι θύματα των αριστερών αντιλήψεων που κυριαρχούν στην κοινωνία. Και συχνά συμβάλλουν και οι ίδιοι στην αποδόμηση της εικόνας και της αξιοπιστίας τους. Τα ΜΜΕ, που αποτελούν τα ισχυρότερα από αυτά ιδιωτικές επιχειρηματικές μονάδες, αποτελούν το ισχυρότερο εργαλείο υπονόμευσης της επιχειρηματικής δράσης. Εχουν τόσο επικρατήσει στην κουλτούρα της κοινωνίας οι ιδέες που πρπαγανδίζει η Αριστερά ώστε ακόμη και η λέξη κερδοσκοπία – που σημαίνει απλά επιδίωξη κέρδους – να είναι ταυτόσημη με κάτι παράνομο η αξιόποινο. Ακόμη και Υπουργοί Εμπορίου η και ηγέτες κομμάτων συντηρητικών η φιλελεύθερων καταγγέλουν γεγονότα «κερδοσκοπίας»(!!) στην αγορά. Οι επιχειρηματίες – εκδότες η ιδιοκτήτες των μεγάλων ΜΜΕ, ενθαρρύνοντας την κουλτούρα της γκρίνιας, της κακομοιριάς και της αντι-καπιταλιστικής καταγγελίας, θυμίζουν κάποιον που πυροβολεί το πόδι του και μετά γκρινιάζει γιατί είναι υποχρεωμένος να κουτσαίνει.
ΣΕ ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον τελευταίο της βιβλίο η Deirdre N Mccloskey (Bourgeois Dignity: Why Economics Can‘t Explain the Modern World, 2011) επισημαίνει την σημασία που έχει η αποδοχή των αξιών και των αντιλήψεων μιάς κοινωνικής ομάδας για να αρχίσει να μεγαλουργεί μέσα στο σύνολο στο οποίο βρίσκεται. Η βιομηχανική επανάσταση, σημειώνει η συγγραφέας, ξέσπασε ακριβώς στις κοινωνίες εκείνες που το κύρος και η αποδοχή/αναγνώριση της εμπορικής τάξης είχε αρχίσει να καθιερώνεται και η επιχειρηματική δράση να αποτελεί σημείοι αναφοράς για την συνολική δραστηριότητα αλλά και για τα επιτεύγματα μιάς χώρας. Ο θαυμασμός και η αποδοχή του επιχειρηματία κίνησε πολλούς να δραστηριοποιούντια εμπορικά και να βάζουν τις δεξιότητές τους στην υπηρεσία της αγοράς. Ετσι έρχεται η ανάπτυξη και ξεφεύγει μιά χώρα από την μιζέρεια των κοινωνικών και, κυρίως, οικονομικών αδιεξόδων.
Αλλά και τα κλασσικά πλέον βιβλία της Αυν Ράντ (Atlas Shrugged και The Virtue of Selfishness) αποδεικνύουν πως αυτό που κινεί την πρόοδο και οδηγεί μιά χώρα σε αξιοζήλευτα επίπεδα οικονομικών αλλά και τεχνολογικών επιτευγμάτων δεν είναι η συλλογική δράση και η κρατική καθοδήγηση. Είναι ακριβώς ο ατομικός εγωισμός, μαζί και με την ανεμπόδιστη επιχειρηματική δράση, που γκρεμίζει τα εμπόδια των όποιων αδιεξόδων και μέσα από την απελυθερωμένη δημιουργικότητα γεμίζει τον κόσμο αισιοδοξία και πάθος για νέα μελλοντικά μεγάλα βήματα. Η ηθική ανωγτερότητα της ελεύθερης επιχειρηματικής δράσης δεν μπορείι από κανέναν πλέον σήμερα ουσιαστικά να αμφισβητηθεί.
Ο Θαν. Παπανδρόπουλος, στο προλογικό του σημείωμα, θυμίζει την παρατήρηση του Πολωνού φιλόσοφου Λέστσεκ Κολακόφσκι πως «όπου δεν υπάρχει ελεύθερη επιχείρηση είναι αδύνατη η δημοκρατία». Κι έρχεται στο μυαλό μου η συνάφεια πολιτικών από σοσιαλιστές και φασίστες που στόχο είχαν να φιμώσουν την ελεύθερη επιχειρηματική δράση. Θυμηθείτε πόσο έμοιαζαν τα περίφημα «Εποπτικά Συμβούλια» που είχε θεσμοθετήσει για τις ελληνικές εταιρίες το Πασόκ το 1983, με την «Καθοδηγούμενη Επιχείρηση» (Wirtschaftslengung) που είχε εισάγει στην Ναζιστική Γερμανία ο στενός συνεργάτης του Χίτλερ, Αλφρεντ Σπέερ. Αλλά και το περίφημο Instituto Della Reconstruzione Industriale (IRI) που ίδρυσε ο Μουσολίνι με επικεφαλής τον Μπένι, για τον συντονισμό και έλεγχο των τότε Ιταλικών προβληματικών επιχειρήσεων, με τον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ) των δικών μας πρώιμων σοσιαλιστών, των αρχών της δεκαετίας του ’80…
Το συμπέρασμα είναι πως πρόκειται για μιά δουλειά εντυπωσιακή, και για τον όγκο της αλλά και για την διαύγεια και ορθολογικότητα των επιχειρημάτων της. Ελπίζω να ανοίξει τον δρόμο και για άλλες μελέτες πάνω στην ελεύθερη επιχειρηματική δράση. Ας αποδείξουμε επι τέλους πως δεν είναι πιά όλοι όσοι λογίζονται και γράφουν πρώην, νύν η αντεπιστέλλοντα μέλη της ΚΝΕ…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου